- ονυχιμαίος
- ὀνυχιμαῑος, -α, -ον (ΑΜ)αυτός που αποτελείται από ελάχιστα μέρη, από τμήματα μικρού μεγέθους, μικροσκοπικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνυξ, -υχος (Ι) + κατάλ. -ιμαῖος (πρβλ. κλοπιμαίος), πιθ. μέσω αμάρτυρου *ονύχιμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.